- Σωκρατίζω
- Σωκρᾰτ-ίζω,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωκρατίζω — Α [Σωκράτης] μιμούμαι τον Σωκράτη … Dictionary of Greek
Σωκρατίζειν — Σωκρατίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωκρατιστής — ὁ, Α [σωκρατίζω] μιμητής τού Σωκράτη … Dictionary of Greek
σωκρατώ — έω, Α [Σωκράτης] σωκρατίζω* … Dictionary of Greek